21 Μαρτίου 2018

''κι όταν οι ανάξιοι εγωιστές'' - Σοφία Θεοδοσιάδη

Κι όταν οι ανάξιοι εγωιστές δεν ημπορούν..
δεν καταφέρνουν να τραβούν την προσοχή
με γελοιότητες..και πλήθος φιοριτούρες..
χίλιους δυο λόγους προφασίζονται ανόητους..
καθώς κενοί κι ολέθριοι στα εντός τους..
χίλιους δυο λόγους βρίσκουνε..σκαρφίζονται 
για να το βάλουνε στα πόδια..
δρώντας ως χαμαιλέοντες..
εκδίκηση επιστρέφοντας γυρεύουν..
μα ο αγώνας σύντροφοι..συνοδοιπόροι μου 
γίνεται στις αρρένες..
γίνεται πάντοτε στο άπλετο το φως..
και όχι στα υπόγεια των συνομωτών..
στα καταγώγεια των κουτσομπολιών..
μα στης αλήθειας που αρέσκεται..
στις φωτισμένες κάμαρες..με αληθινούς αγωνιστές..
να κατοικεί στους αναζητητές αντάμα..
Πόσο λιγόψυχοι..φυγόπονοι..οι ελαφρείς..
όσοι την τέχνη του αγωνίζεσθαι από μικροί δε μάθαν..
όσοι εγαλουχήθηκαν στη χώρα του ''Εγώ'''
όσοι δε μάθαν το ''Εμείς'' απ' τα μικράτα τους..
όσοι δε μπόρεσαν να διδαχτούν αυτογνωσία..
Λιποταξία πάντα ονειρεύονται..
χρίζοντας την λιποταξία..την φυγοπονία τους..
χρίζοντας την υπεκφυγή ανάγκη τους...
χρίζοντας λύτρωση τα μονοπάτια της φυγής..
αγνοώντας την αυτοπαγίδευση της μη επίλυσης
καθώς σωριάζονται τα εκμαγεία τους
ένα ένα  καταγής..καθώς..σαθρό..
το υπόβαθρο..που το καλούπι εστηρίχθη..
λίγοι σε τούτη τη ζωή οι εκλεκτοί..
ελάχιστοι οι αυτογνώστες ταπεινοί..
στέκουν εκεί αγέρωχοι..
για να φυλάγουν Θερμοπύλες..
τις Θερμοπύλες γνώσης..της αξίας του πολιτισμού..
που με αυταπάρνηση υπηρετούν..
δεν το φορούν το ρούχο αυτοπροβολής..
γιατί απλά.. πολύ απλά..
είναι οι ίδιοι από μόνοι τους..
οι Δωρικές κολώνες μες στο χρόνο...

''κι όταν οι ανάξιοι εγωιστές'' - Σοφία Θεοδοσιάδη
............................................................................................................

19 Μαρτίου 2018

'' στον καφενέ της Κασσιανής'' - Σοφία Θεοδοσιάδη.

Δυο καφενέδες είχε το μκρό χωριό..
μα εκειός της Κασσιανής ο καφενές..
σύναξη λες..βιβλίο ζωών..εσελιδομετρούσε..
είχε ένα κρασάκι φίνο και μεζέ..
καφέ στη χόβολη φρεσκοκομμένο μυρωδάτο..
μυρίζει ακόμα ο καφές...........
ήτανε και η Κασσιανή γυναίκα προκομμένη 
και χωρατατζού..ήξερε τις ψυχούλες να χαϊδεύει..
Στης γειτονιάς μου αυτόν τον καφενέ τα χρόνια τα παλιά..
κόσμος πολύς μπαινόβγαινε ..φωνές λογιών ακούγονταν
ζωές ειδών ειδών εστρώνονταν στα σιδερένια τραπεζάκια..
οχλαγοή ..καπνός και μυρουδιές..έμοιαζαν μεγαλείο...
εκεί σε κείνο το μικρό τον καφενέ...
άλλοι επαίζανε ξερή και άλλοι την κολτσίνα..
εστέκονταν και όρθιοι πολλοί και επίνανε ρετσίνα...
ο καφενές εμύριζε καπνούς στριφτού τσιγάρου..
δυο- τρεις τσιμπούκι ετραβάγανε..
κορόϊδευαν τους εαυτούς..θαρρούσανε
πως θα ξεφεύγανε του χάρου..
ολημερίς στον κάματο στ' αμπέλια στα χωράφια
την ευτυχία ψάχνανε τη λιγοστή
τις ιστορίες χτίζανε μονάχοι τους ..
πότε τρομαχτικές με τα φαντάσματα
 στου κάμπου τα περάσματα τα πονηρά..
κι άλλοτε πάλι μοιάζανε χαρούμενες
στων πηγαδιών με τις νεράιδες τις καλές..
όλες γραμμένες πα στους τοίχους του..
εκείνου του μικρού του καφενέ..ανάγκη επιτακτική
να ξεχαστεί η κούραση..η φτώχεια..η δυστυχία..
κυλούσανε πανομοιότυπα οι μέρες και οι νύχτες..
παρηγορία δυνατή..οι μυρωδιές από τους κήπους  της
τα γιασεμιά ..ο βασιλικός..τ' αγιόκλημα..οι βιολέτες..
μα η Γιαννούλα καθημερινά..στους δρόμους γυροβόλα..
με λύχνο έψαχνε να βρει το Νικολό..
εμεθοκόπαγε συχνά εις τον μικρό τον καφενέ..
και έχανε τη στράτα..στο θολωμένο του μυαλό..
απ' όλα είχε ο μικρός μας καφενές..
ειδών ειδών ψυχούλες..
άλλοι μιλούσανε γι αγάπες..για σοδειές..
κι άλλοι μιλούσαν σκυθρωποί..
για θάνατο για αναποδιές..
 χοντρόδετο βιβλίο ζωής ο καφενές..
άνοιξα τους σελιδοδείκτες του..κι εκάθησα
μυρίστηκα..μορφές να βρω να σεργιανίσω..
να ιδώ τη μάνα μου να κάθεται..τη Βέρα την
 ''Κασσούλη'' ( Κασσιανή)..
μασάλια ν' αραδιάζουνε..τα νέα του χωριού..
να λένε τάχα τα μελλούμενα..
μες στου καφέ τα σχέδια..
και να κουτσομπολεύουνε..να βγάζουνε
τα άπλυτα..μον' μεταξύ τους εις τη φόρα..
είναι εκείνη η λέξη η μαγική..
κοινωνική κριτική την εβαφτίσανε..
ετούτες οι δυναμικές..γυναίκες του χωριού μου..
άκαρπη λες η βόλτα μου στον καφενέ?
χρώματα τώρα ζωηρά..χωρίς τη μυρουδιά...
μοντέρνο λέει το μαγαζί..cafe Paris..το λένε
έτσι το βάφτισε ο γυιός της Κασσιανής..
γιατί απ' τα χρόνια τα παλιά..
το λέγανε εκείνο το καταπρασινο χωριό..
''μικρό Παρίσι'' της Κομοτηνής...
πόσο δεν την αντέχουν τη μιζέρια τους...
ο μεροκαματιάρηδες και οι νέοι οι γεωργοί...
ασφυχτικός κλοιός θαρρείς..τα σύνορα του καφενέ..
ψάχνουνε για Παρίσια....

 ''στον καφενέ της Κασσιανής''  - Σοφία Θεοδοσιάδη
............................................................................................................


............................................................................................................

15 Μαρτίου 2018

⫷ εκείνο το φλογάτο της φουστάνι⫸

Συχνά..στην κοίμηση του δειλινού.. 
φόραγε το φουστάνι της το άλικο.. 
εκείνο το φλογάτο της το κόκκινο..
με τα ''υφάδια''  των ονείρων της..
δαντέλλες ακριβές σαν της ψυχής της.. 
 
έδενε και στη μέση της ..σφιχτό ζωνάρι τα ανεκπλήρωτα..εκείνα..  
τα κυνηγημένα της τα όνειρα...
που ήταν ραμμένα απά στην ούγια του γερά..
να τα ξηλώσουνε τα αγκάθια  δεν μπορούσαν..
 
μονολογούσε..βρέχονταν τα πόδια της..
απ' τα βρεγμένα πάθη της τα ανέγγιχτα στο νιόφερτο..
φορώντας το ..σαν φλόγα εκαίγονταν το δέρμα της..
πιο κόκκινα τα πάθη της απ' το μεταξωτό..διάφανο..
ολοκόκκινο του έρωτα..του Έρωτα φουστάνι..
 
Έκρυβε..όνειρα που δεν επάτησαν στη γης από καιρό.. 
φτερούγες δεν εβγάλαν..
με γιορτινό τραγούδι εκίναγε στη δύση του..
ο ήλιος να τη δώσει στο φεγγάρι..
 
ήτανε κόρη αλλιώτικη..τη λέγαν ντεμοντέ.. ρομαντική..παλιομοδίτισσα..ετόλμαγε ..
εδήλωνε και υπέγραφε..πα στον ποδόγυρο 
τον κεντημένο της του φουστανιού του άλικου..
που εβάφη από το πάθος και τη φλόγα των ματιών του...
 
δραπέτισσα της λογικής..
κανόνες παραβίαζε..σύνορα αψηφούσε..
καθόλου δεν την ένοιαζε στο λίκνισμα ..
ψυχές καρδιές για να κερδίσει..
 
Χρόνια κρυμμένο..στης ντουλάπας τα βαθειά..
μιας λάμψης φως εγύρευε..στα μάτια  τα ξεχωριστά..
στα μάτια τα δικά του..του ενός..που αγάπησε..
που χάϊδεψε τα κατακόκκινα μαλλιά... 
ποτές της δεν το άφησε.. δε εξεθώριασε το άλικο..
στη μυρουδιά της ναφθαλίνης δεν εθάφτη...
 
Αλήθεια..
που βρίσκαν οι περαστικοί..που βρίσκαν το κακό..
που εφορούσε το φουστάνι της το κόκκινο..
που σκόρπαγε και γύρω αστερόσκονη απά στις πεθυμιές της..
κι αρχίναγε τρελλό χορό..τολμώντας.. 
μη φοβούμενη..τρελλή κι αν τηνε εχρίσουν?
 
Αταίριαστα τα βλέμματα ανέραστων..
επέφταν ανελέητα στα γκρίζα τα μαλλιά της..
σαν δεν εγεύτηκαν..δεν εδραπέτευσαν της λογικής..
που δεν λατρέψαν για Θεό τον Έρωτα
της λογικής Δραπέτη...

⫷ εκείνο το φλογάτο της φουστάνι⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη. 

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


................................................................................................................


13 Μαρτίου 2018

''Είδες ποτέ σου παπαρούνες να μιλούν''?



Ασφυχτιώ..

γογγύζω στης ασχήμιας το αντίκρυσμα..
την ομορφιά επιζητώ..για να τη ζωγραφίσω..
βουτάω πινέλλα και διαλύω τέμπερες..
από του νου μου τα πολύτιμα..
τα γυάλινα βαζάκια..
σύμμαχος και συντρόφισσα η φύση 
που ελάτρεψα παιδί..
χαλί μου στρώνει κατακόκκινο..
της μιας Λαμπρής 
προσμένοντας το πάτημα στο κάδρο...
σκόρπισε παπαρούνες και τις ύφανε..
στημόνι άλικο..στο πράσινο υφάδι..

Είδες ποτέ σου παπαρούνες να μιλούν?
γέρνουν..μου γνέφουνε..κόρες θαρρείς
κόρες με χείλη κατακόκκινα..
φιλιά σκορπούν στον έρωτα..
πριν στάξουνε το δάκρυ τους.. 
για του Ιούδα την κατάντια..
πριν στάξουνε το δάκρυ τους 
για το ''Σταυρό'' του ήρωά μου..
πριν να ματώσουν με τα πέταλα τα κόκκινα 
τη Γης..
για να σκεπάσουν τα καρφιά..
 που πέσανε απ' τα χέρια σου Χριστέ μου...

''Είδες ποτέ σου παπαρούνες να μιλούν''? - Σοφίας Θεοδοσιάδη.

░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░

............................................................................................................

11 Μαρτίου 2018

Ƹ̵̡Ӝ̵̨̄Ʒღ κρυμμένο γράμμα - στο Γιώργη14 ღƸ̵̡Ӝ̵̨̄Ʒ...10/3/2018




Κοιμήθηκα απά στην άμμο
κάτω απ' τον έναστρο ουρανό
και είχα στα αυτιά μου το τραγούδι του καημού της γης
και στην μύτη τη μυρωδιά των λουλουδιών της πατρίδας
Με νανούρισε το όνειρο της ελπίδας
εκεί στην καυτή γη 
Με ξύπνησε το σκληρό  του κόσμου 
εκεί που οι μυίγες πίναν τα μάτια των παιδιών
Τράχεψε το πρόσωπο της ψυχής μου ο καιρός
και ήρθε στα μεγάλα χρόνια ένα
γκριζομάλλικο όνειρο 
να γαληνέψει τις μέρες μου.
Και πως να κάνω μπαμπάκι την καρδιά να το ακουμπήσω
και πως να μεθύσω τις νότες να μου το νανουρίζουν...

Σοφίας Θεοδοσιάδη
..................................................................................................................................

10 Μαρτίου 2018

⫷ ψηλές σημύδες ⫸



Πες μου στ' αλήθεια με το χέρι στην καρδιά..

κοιμήθηκες καμμιά φορά..σε χώμα δίχως στρώμα?
Πες μου αν εκοιμήθηκες ποτές..στου κάμπου τα λιβάδια..
να 'χεις το γκιώνη συντροφιά..και γύρω σου κοπάδια?
Ν' ακούς τιτίβισμα πουλιών..φλογέρα του τσοπάνη?
Ν' ακούς γαβγίσματα σκυλιών..και ύπνος να σε παίρνει?
Να 'χεις για στρώμα σιταριές..τα ροζ τα καπνοχώραφα..
τα ολάνθιστα του κάμπου?
προσκέφαλο να γεύεσαι..κόκκινες παπαρούνες? 
να σε ξυπνά πρωί- πρωί το γέλιο του δραγάτη?
Κι αν μια απόκριση γυρεύεις να μου πεις..
τούτο γλυκά σου κρένω..πως
αν ποτέ σου δεν κοιμήθηκες στων αηδονιών τη χώρα..
αν το τραγούδι προσφυγοπούλας έμορφης
δεν έφτασε στ' αυτιά ..στο απόκαμα
στον κάματο της μέρας.. 
αν το φιλί της στα κλεφτά στις αυλακιές..
δε ζήτησες.. δεν κόπιασες..δεν πήρες..
πως να μπορέσεις να μου πεις..πως νιώθουνε τα νιάτα..
πως χαλαρώνει η ψυχή στο ξύπνημα της φύσης..
Τώρα στης πόλης τα στενά..μέσα στο πλήθος τρέχεις..
μένει μονάχο το λιβάδι σιωπηλό με τις ψηλές σημύδες..
μα τούτη η ξάστερη βραδιά το νου σου τον φωτίζει..
πως θα 'θελες να κυλιστείς..να παίξεις στο χορτάρι..
να κοιμηθείς τ' ανάσκελα..να βλέπεις το φεγγάρι...

 ⫷ ψηλές σημύδες ⫸ - Σοφίας Θεοδοσιάδη
............................................................................................................

8 Μαρτίου 2018

''Δεμένη με τις θύμησες..γυναίκα''--- Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Νικόλαος Χειμώνας -  << Αναμονή>>
Δεμένη εκεί..μονάχη με τις θύμησες
μ' ενα παλιό..αόρατο..φθαρμένο το σχοινί
παίζουν τριγύρω της πουλιά..γλάροι..και πελαργοί
σπασμένα φύκια και κουπιά..
σκαρί θυμίζουνε..αλλοτινό ναυάγιο..
θα 'ρθουνε άραγε σ' αυτήν..
για να της πούν τι είδανε..τη μέρα μακριά της?

Κάποτε ..γύριζε..επέταγε κι αυτή..με ήλιο με χιονιά..
ακόμα ηχούν γλυκά μέσα στ' αυτιά..
''έλα κυρά..σήκω κυρά..τρέξε κυρά''....
τα ψάρια να προλάβουμε..πριν πέσει η νυχτιά..
μα είναι τα ψάρια λιγοστά..τι να πρωτοπροκάνω?
ρούχα να πάρω των παιδιών..στόματα να χορτάσω?

Δεμένη με τις θύμησες..με το παλιό σχοινί
με το σπασμένο δίπλα της μιας βάρκας το κουπί..
μοιάζει γρια κι αυτή..σα γέρικο σκαρί..
αποκοιμιέται και ονειρεύεται..
να γέρνει το κεφάλι της επάνω στα κουπιά..
να κλαίει σαν το μικρό παιδί..ψάχνοντας στο πλευρό της..
συνεπιβάτη δυνατό..του αντρός της τη συμπόνοια..
''γυναίκα κουράγιο'' τη βαφτίσανε..

Κουπιά καθώς ετράβαγε στη φεγγαρόλουστη βραδιά..
θυμάται τόσα όνειρα ..πλεγμένα μες στα δίχτυα ..
θυμάται τόσα όνειρα στην ήσυχη βραδιά..
τα παίρνει τώρα όσα απόμειναν απόψε αγκαλιά..
μαζί πηγαίνουν στα βαθιά..δεν είναι πια μονάχη..
κι είναι στιγμές..μα τι στιγμές..
τη βλέπω να δακρύζει..τραυλίζει και μονολογεί..

να μην υπάρχουν σκοτωμοί..φτώχεια και δυστυχία..
ούτε αφεντάδες..προεστοί μέσα στην κοινωνία..
ας είν' τα ψάρια λιγοστά..σαν δίκαια μοιρασμένα..
μονολογεί ψιθυριστά..ώσπου αποκοιμιέται
<< αυτό το πλήθος σκέφτεται..λογίζεται τι θέλει?
μέσα στη ζούγκλα της ζωής στο τέλος τι του μένει?>>

 ''Δεμένη με τις θύμησες..γυναίκα'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░

............................................................................................................

7 Μαρτίου 2018

'' μιας Άνοιξης στο λυκαυγές'' - ( Ωδή στην Άνοιξη)


φωτο : από το διαδίκτυο

Στο λυκαυγές γεννιέσαι από τη στάχτη σου..
πυροβολείς τα ανέκφραστα τα πρωινά..
στέλνεις ακτίνες μες στον ήλιο της ψυχής 
αναρωτιέσαι..συλλογιέσαι και αυταπαντάς..
τάχα κι αν βρεις τον ορισμό της Άνοιξης..
θα τον χωρέσεις μες στις λίγες τις γραμμές 
στης σύντομης του τετραδίου της ζωής σου?

Τάχατες  να 'ναι η Άνοιξη..η διάθεση της Δήμητρας..
ν' αφήσει πια το θρήνο της Θεάς..και
με αρώματα και χρώματα να την υποδεχτεί..
την κόρη που εθάφτηκε..από τον ζηλωτή..
της άδολης..ανυποψίαστης..της τρανής της εμορφάδας
της Περσεφόνης που ετάχτηκε στον Άδη να κοιμάται?

Ή μήπως πάλι λέμε Άνοιξη  
τον ηχηρό αντίλαλο..από τις ''ταξιδεύουσες''
τις μουσικές.. τρανού..θεόσταλτου δημιουργού..
που εμπνεύστηκε ''εζωγράφισε''  
σ' ένα μοναχά πεντάγραμμο..
νότες που μοιάζουνε στις αφρισμένες θάλασσες 
και λούλουδα με πέταλα πτερόεντα..
στο αχανές..ανθρώπων στροβιλίσματα..
ομοιώματα ..ανεμίσματα ψυχών..
να συναντούν..καλέσματα ερωτικά πουλιών..
και τιτιβίσματα επιστροφής μιας χελιδόνας.?


Και καθώς μες στο νου μου περπατούν
οι θρήνοι οι άλλοι οι γοεροί της Παναγιάς..
καταμεσίς της Άνοιξης..θρήνοι απώλειας φοβερής..
ασήκωτης στους ώμους της..του λαμπερού..
επαναστάτη και μοναδικού μοναχογιού.. 
προσμένοντας << Ανάσταση>>..εκεί..
στο Μέγα Σάββατο αποβραδίς
ν' αντέξει η μάνα κι ο καθείς ένα σταυρό..
αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά..σάμπως θαρρείς 
σοφότεροι απ' τη Σταύρωση ως περιπατητές
στο τέρμα της διαδρομής μίας ζωής
διανύουμε τα βήματα..του διαδρόμου που οδηγούν..
στο ξέφωτο Ανοίξεως..ελπιδοφόρας αναγέννησης?

Μπορεί..αυταπαντώ και γεύομαι τη σκέψη μου
όλα ετούτα να 'ναι η Άνοιξη αντάμα..
μπορεί και η ελπίδα της Πρωτομαγιάς
καλά λουλουδιασμένης..με στέφανα..
ανάσταση της Κοινωνίας πλέκοντας..
συλλογιζόμενη αστραπιαία  κι απελπιστικά..
και τη << Χαμένη Άνοιξη>> του συγγραφέα Τσίρκα
μήπως και ευμενίζοντας ετούτο το επίθετο << χαμένη>>..
μεταβληθεί και πάρει όνομα..λέγοντας << κερδισμένη>>..

Κι εγώ φτωχή μες στο ''λουλούδιασμα''
στης αρμονίας στης φύσης το απαύγασμα..
αρνούμαι να ασπαστώ το φόβο μου της γήρανσης
αρνούμαι να ασπαστώ πως όλα τέλειωσαν..
και αυτοπαγιδεύομαι απ' το άρωμα του γιασεμιού..
κρεμώντας την ελπίδα στο κλαρί του.
μιας άνθησης..μιας ανανέωσης στο λυκαυγές..
ταξίδι μου στων πόθων το βαγόνι ξεκινώ...
ταξίδι ναύλων ακριβό..του εαυτού προς εαυτόν..
ο λόγος και η αφετηρία μου της αναγέννησης..εγώ..
απόκριση..στο εντός αιωρούμενο ερώτημα..
 μιας Άνοιξης..στις νότες του Βιβάλντι αποζητώντας...

'' μιας Άνοιξης στο λυκαυγές''- Σοφία Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................

Κείμενο: Francis Scaglia Απόδοση στα Ελληνικά: Ίρις Ζαχμανίδη Αφήγηση: Ζακ Μεναχέμ Παίζουν οι σολίστ της Στουτγάρδης υπό τη Διεύθυνση του Marcel Couraud


...................................................................................................................................................................


4 Μαρτίου 2018

'' πρελούδιο εαρινόν ''



Mια νυχτιά καρτ- ποστάλ μου θα λάβεις..

των ερώτων..των πόθων κρυφών..
της ''αγήραντης'' πρώτης μου νιότης...
γητευτής στο βελούδινο δέρμα ριγώντος..
πλανευτής φεγγαριών πανσελήνων 
θιασώτης λαγνείας Ανοίξεως..φέγγος..   
να λυπάσαι μου είναι εντελώς θλιβερό..
περασμένα..χαμένα να κάνεις ταξίδια κορμιών..
μοναχά με ένα λάγνο το βλέμμα να σκύβεις..
των χειλιών μου τη μέντα ακριβή μυρωδιά..
να μασάς..να τη γεύεσαι εκεί στο όνειρό σου..
η βραδιά είναι αλλιώτικα λάγνα απόψε..
τραγουδεί και χορεύει..λικνίζει στο φως..
ταλαντώσεις γλυκές..διψασμένων ερώτων..
στη ροδόχροη φλόγα τρεμάμενου λύχνου..
μη διστάσεις να μπεις στον οντά μου..
πέτα..σβήσε..σταμάτα ρολόγια του χρόνου παλιά..
έαρ νέο..καλέσματος φύσης ποθεί..
στο σοφρά ελιξήρια απλωμένα ειδών ακριβά...
στα αρώματα μέσα στις γεύσεις τις λάγνες..
του κορμιού σου τη δίψα..βρέχει πόθος κρυφός..
σαν των πρώτων ερώτων..νοτισμένες ανάσες..
σαν των πρώτων ερώτων..της μετάληψης Θείο..
το κρασί της αγάπης το μπρούσκο..
 μονορούφι..στο ''ιερό'' εκκλησιάς..
στο μεθύσι το λάγνο του αγιασμένου κορμιού μου..
στου κρυφού..του στερνού μας του έρωτα
 στη δίνη αφέσου..
Και..μη νιώσεις ντροπή..μήτε λύπη..
ξεγυμνώσου χωρίς δισταγμό..
τα σφριγηλά νεανίσκης τα στήθη
δέλεαρ χαμένο ελκυστικό στον καιρό..
μα η κρυμμένη η καρδιά ανταριασμένη..
περιρρύτους χαράς θα γεννά στους νευρώνες.
του κορμιού μου τη μνήμη ξυπνώντας...

 '' πρελούδιο εαρινόν '' -  γράφει η Σοφία Θεοδοσιάδη.
...........................................................................................................
............................................................................................................

28 Φεβρουαρίου 2018

'' στις μαργαρίτες'' ---- Σοφίας Θεοδοσιάδη.



Θυμάσαι τότε που το κρύο αψηφούσαμε..

θυμάσαι που ξαπλώναμε στα κάτασπρα ..
τα πρώιμα ανθισμένα τα λιβάδια στο χιονιά?
Αναζητώντας Άνοιξες νωρίς..
εκεί μες στου Φλεβάρη..στου Μαρτιού την παγωνιά..
χάνεται πάλι η κόρη στο αντίκρυσμα..
στο πρώτο τους λευκό..ορθή..ονειρευάμενη
γυρνά και ψάχνει στα μικράτα της..
στης αθωότητας τα χρόνια..αποζητά
ανάμεσα απ' την παιχνιδιάρικη διάθεση..
ανάμεσα στα χωρατά της μάνας της..τότες
ανάμεσα απ' τα τριφύλλια ξεφυτρώνανε..
της κλείνανε το μάτι λες και μοναχά 
γι αυτήν το καταχείμωνο ανθούσαν..
συνήθειο της εγίνηκε..πα στις κοτσίδες της.. 
στα καστανά της τα μαλλιά να τις κρεμά..
να τρέχει στα λημέρια του χωριού τα καταπράσινα..
και να μαδάει τις μαργαρίτες..
θαρρείς και σε μια έκθεση ζωγραφικής..
εκρέμαγε στα πέταλα την αμφισβήτηση..
αγάπη ζήταγε η ψυχή της να τραταριστεί..
και ρώταγε τα λούλουδα κρυφά..ψιθυριστά..
αν οι ανθρώποι και τ' αγόρια τα μικρά..
εκεί στην τάξη της πολύ την αγαπούνε..
μα τώρα που  η Άνοιξη..
σκάει μύτη μέσα στο χιονιά..
και τώρα που εκαθίσανε τα χιόνια στα μαλλιά της..
τώρα που όμοια γίνανε..
σαν πέταλα λευκής μιας μαργαρίτας..
τώρα που πια σοφία κουβαλούσε στο πουγκί..
έπαψε τις λευκές τις μαργαρίτες να κουτσομαδά..
την αγωνία αποχαιρέτησε..και έδιωξε το άγχος μακριά..
στο ένα πέταλο εκείνο το λεπτό...
επιθυμία του έρωτα του ένα..του μοναδικού..
απόκριση να λάβει..της είναι πια αδιάφορο..
του εξιδανικευμένου της..ακουμπισμένου μέσα της
ωσάν πλημμυρισμένου ποταμού.. ιδανικής αγάπης.. 
Τώρα τις μαργαρίτες απ' το παραθύρι της
 αντέχει..και ορέγεται..και ψάχνει..
σε ένα αλωνάκι ομορφιάς..εκείνο της καρδιάς της
να τις φυτεύει να ανθούν..χωρίς τα ανταλλάγματα
που επιτακτικά αποζητούσε..
γιατί είναι οι δόλιες άσπρες μαλακές..μα τολμηρές
 οι μαργαρίτες οι λευκές..
με κίτρινη κορδέλλα στολισμένες..
και ας αντέχουνε..κι ας μη διστάζουνε..
το καταχείμωνο τα άνθια τους να φορούν
 και να χορεύουνε στης παγωνιάς τ' αγιάζι..
τώρα πια ζεσταμένη απ' το παραθύρι το μικρό..
έχει το βλέμμα της γαλήνιο..η μικρή που ετράνεψε
τις απαντήσεις τις γωρίζει από καιρό..γνωρίζει..
γιατί οι μαργαρίτες έχουν πέταλα σε αριθμό μονό..
και είναι η δική της η διάθεση..καθώς της εμαδά..
αν θα αρχίζει από το ''δε με αγαπά''..ή απ' το ''μ' αγαπά''..
κι έτσι μίαν απάντηση της αρεσκείας της προσμένοντας..
έπαψε πια να γεύεται την αγάπη στα τυχαία..
μα στη ζωή ''τους''.. που δε την αγαπούν..
από νωρίς..τους έστειλε ..με ένα εξπρές..
στα ξένα της ψυχής τους..
τα έθαψε τα πέταλα τα αρνητικά..και 
ξεραμένα εμαράθηκαν..στα χέρσα τα λιβάδια..
τώρα τα μάτια της θωρούν..στις μαργαρίτες τις λευκές.. 
την αγνή τους..την αθώα ομορφιά....

 '' στις μαργαρίτες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.

░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ ░ 


...................................................................................................................................................................