30 Δεκεμβρίου 2018

<< Να 'ναι η χρονιά η καλή σου !!! >>

Ορμητικό ποτάμι ο χρόνος που κατρακυλά..
συμπαρασύρει..παρασύρει..
πότε τα κακοτράχαλα λιθάρια στη στεριά..
τη σκόνη του καιρού..άλλοτε την ξεπλένει..
πότε η σχεδία επιπλέει στα νερά..
και άλλοτε..βουλιάζει μες στου πάτου.. 
 Ένα τετράδιο η ζωή του καθενός πολύφυλλο..
σελίδες άγραφες.. μας δίνεται..
μέρα τη μέρα θιασώτες μιας καταγραφής..
κάτοχοι μιας προσκλήσεως..
στου χρόνου που μας συναντά..
απρόσμενα..υποσχόμενος..κάθε  Πρωτοχρονιά..
Ο Χρόνος..κυλιόμενος στο μέτρημα..
χρόνος ελεύθερος στ' ανθρώπου τα δεσμά..
Όνειρα κάτασπρα..λευκά περιστεριού.. 
σαν Άγιος Βασίλης φορτωμένος δώρα και σακιά..
πότε χαρίζει πίκρες και στιγμές..
και πότε φως λευκό γεμίζει τους αιθέρες....
Στιγμές..που έρχονται..με χάδι λούτρινο ψυχής.. 
στέκονται μπρος μας  στα ''κουτάκια''  τ' ακριβά.. 
στα σφραγισμένα ερμητικά των συρταριών του νου..
στιγμές που ήρθανε ..μας κοίταξαν..μας έγνεψαν...
μας πλησιάσανε ''επικίνδυνα''
για να μας κλέψουν εθελήσανε..λόγια καλά κρυμμένα..
λόγια που ασφυχτιούσανε..
θέλανε να ακουμπήσουν στ 'αυτιά..
αυτιά αγαπημένου τους...
που δεν ετόλμαγαν..φοβόντουσαν..εσκιάζονταν..
μη και χαλάσουν τις στιγμές ..μη και κομματιαστούνε..
Στιγμές που πέρασαν..που '' ζωγραφίστηκαν'' βαθιά..
μελάνι είχαν διακριτικό..χωρίς τα λόγια τα μεγάλα..
αγγίγματα..πράξεις..γλυκές.. γοητευτικές..
εκείνες οι απρόσμενες..που περιμέναν στη γωνιά..
να μας αιφνιδιάσουν..
Είναι το αναπάντεχο..εκείνων των στιγμών..
που μας ξαναγεννά..μας λούζει μες στο χρόνο..
κι ας ελαβώθηκαν στο απελευθέρωμα..
τα ολόλευκα φτερά τους των ονείρων..
φτάνει που επετάξανε για μιας στιγμής ψηλά..
στο ηλιόλουστο σεργιάνι...
Και τι θαρρείς..αν το σκεφτείς..
μιας κιμωλίας η γραμμή..ο χρόνος στον αιθέρα..
ο χρόνος σου..που σα σφουγγάρι θα σβηστεί..
στου σύμπαντος τη χώρα..
τις φρούδες τις ελπίδες σου αγκάλιασε απ' εξαρχής
πολέμησε και τούτη τη χρονιά..
να 'ναι η χρονιά η καλή σου !!!

 << ''Να 'ναι η χρονιά η καλή σου !!! >> - Σοφίας Θεοδοσιάδη
............................................................................................................

28 Δεκεμβρίου 2018

'' εδήλωνε θριαμβευτής'' ...

Ακροβατώντας στην αιώρα του αχανούς..
τις μέρες τούτες της γιορτής..
ποδαρικού τις μέρες..
εδήλωνε..θριαμβευτής..λογιόταν μακελάρης..
έτσι θαρρούσε..εγελιόντανε οικτρά..
ο χρόνος ο ''αλήτης''...
Χρόνε ανυπότακτε..σκληρέ.. 
κρυφτούλι παίζεις με τα μας..
μα εγώ δε σε φοβούμαι ..
σκασιαρχεία εθίστηκα από μικρή..
ανυπότακτη περσσότερο από σένανε..
στη σκάω και θυμώνεις..μου αγριεύεις και γελάς..
τη γλώσσα βγάζεις περιπαιχτικά..
μα μες στις χαραμάδες απ' την πόρτα που μου κλειείς..
γίνομαι φως..αόρατη σκιά..
κλέβω ''αχτίνες''..για να ζεσταθώ..
από τον ήλιο μου..τον άρχοντα..
στης λήθης ρίχνω..στο δεντρί..
καμμένα τα παράριζα στις πίκρες σου..
γεννιέται νιός ο κήπος..   
Στην αλάνα του πανηγυριού μου της ζωής.. 
βρίσκω παιδιά που μοιάζουνε ''αμούστακα''..
κι ας φέρουνε από καιρό τη γκρίζα τη γενειάδα..
Συντρόφια αυτά δικά μου..από παλιά κοπή..
γενναίοι ''λιποτάκτες''..
 οι αρνητές του μίζερου..του εγκλεισμού..
παίζουν μαζί μου το κρυφτό..κυνηγητό..
μου τραγουδούν κοτσάκια..
γεύονται..απομυζούν..ενέσεις λες και δυναμωτικές..
στην άχαρη στιγμές - στιγμές..
λιμνάζουσα ζωή τους..
Είμαστε ''αλάνια''..λιποταξίας ώριμης..
αλάνια επίγνωσης..
υφάντρες του αργαλειού σου..
Μου μήνυσε ένας φίλος μου απ' τα παλιά..
πως τα αραχνιασμένα τα κορμιά..
οφείλουνε να μένουν στο σκοτάδι..
εκεί να πλέκουν τον ιστό..το σκότος τους ταιριάζει..
μα αλάνι εγώ ατίθασο..εμειδίασα ειρωνικά ..
εσκέφτηκα εκείνες τις αράχνες του μυαλού του..
που δίχτυ επλέξανε πολύπλοκο..
κρυώνει μες στον κρύο θάλαμο του νου..
παρέα..συντροφιά.. με τις δικές του ταραντούλες..
τι..τα αλάνια τα αληθινά..
ως τα βαθιά γεράματα δε ζούνε σε θαλάμους..

''εδήλωνε θριαμβευτής'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
.................................................................................................................................................

20 Δεκεμβρίου 2018

''Ω !!! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός? ''...

Κοιτώ με βλέμμα απορημένο..εκστατικό..
τη μοιρασιά του κόσμου τούτου τη γνωρίζω..
Κρύο πολύ.. χιονόνερο απ' το πρωί..
και οι καρδιές ζητούν απόψε ν' ανταμώσουνε..
άλλες καρδιές..κουβέρτες λες να μοιάζουνε ζεστές..
να τυλιχτούν..να ενωθούν..να τις ζεστάνουν..
Χώνω τα χέρια μου στη ρόμπα τη ζεστή..
αναλογίζομαι..
φτάνει στ' αλήθεια ένα ''χριστόψωμο''..
εκείνο εκεί το αλλιώτικο της μάνας μου..
καρδιές..ψυχές μοναχικές..
να τις χορτάσει..να ζεστάνει?  
Να το μοιράσεις αν μπορείς..
οι ανθρώποι έρχονται στιγμές..
που τ' άδειο τους στομάχι πρόσκαιρα αγνοούν..
σαν έρχεται κουμπώνει..επάνω στη δική τους
μια άλλη πιο ζεστή καρδιά..
τραύματα να επουλώσει...
Φέρε αν μπορείς στο στόμα των παιδιών..
ετούτο το τραγούδι μας..το αληθινό..
βγαλμένο από τα βάθη της καρδιάς..
που τραγουδάγαμε μικρά παιδιά..
εκεί μες στις αλάνες της μικρής της γειτονιάς 
χοροπηδώντας..με τη μύτη κόκκινη μαθές..
πάψε να βαυκαλίζεσαι 
κόρη απερίσκεπτη..''μικρή''
για έρωτες ολημερίς κι ολονυχτίς 
στιχάκια το εγώ σου να ταϊζεις.. 
άσε στην άκρη τον καθρέφτη σου του Νάρκισσου..
ο έρωτας για τη ζωή υπερτερεί του πρόσκαιρου...
του ελαφρού ψυχανεσμίματος..η αγάπη βασιλεύει..
και πιάσου στο χορό με το τραγούδι μας.. 
αν μέσα σου γεννιέται ένας Θεός....

Xριστούγεννα χαρά μου παιδική..
μυρτιές και κάλαντα γεμάτη..  
και στο μικρό καλύβι του φτωχού..
και στο ψηλό τρανό παλάτι...
 
 
Καλά Χριστούγεννα !!!

 ''''Ω !!! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός? '' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................

19 Δεκεμβρίου 2018

''ριζωμένες αγάπες'' - 19/12/2006 - 19/12/2018

art : Duy Huynh
Στο παγωμένο βλέμμα σου..
ακόμα ουρλιάζει η καρδιά της..
στα παγωμένα μάτια σου 
ζητούσε τη θωριά σου..
χαμένη πλέον η θωριά
 στην άβυσσο..το απλανές
είχε νικήσει αμαχητί.. 
εκείνη τη συμπόνοια της ζωής..
σε παρακάλεσε..σε ικέτεψε..
το βλέμμα ανελέητα παγερό..
όχι..δεν ήτανε το βλέμμα γνώριμο..
δεν ήτανε τα μάτια τα δικά σου..
χειμώνιασε το βλέμμα σου..εχιόνιζε.. 
ασταμάτητα εχιόνιζε στην κάπα της..
εμούσκεψε η κάπα της ψυχής της..
κορίτσι αυτή..το θάνατο..
απ' τα μικράτα της τον είχα ακουστά
και στο μικρό της το χωριό..
δεν τον εκρύβανε..απ' τα παιδιά οι μεγάλοι..
εχτύπαγε λυπητερά η καμπάνα τους
κάθε που ένας χωριανός
τους αποχαιρετούσε..
ετρέχανε ξοπίσω τα μικρά παιδιά..
πηγαίνανε ως τα μνήματα...
παιζότανε η τελευταία πράξη 
μπρος στα μάτια τους
που η γη..το χώμα ..
η γαία όλων των θνητών..
δεχότανε  στα σπλάχνα της 
το άμοιρο  παιδί της..
μα τούτο εδώ το πρωινό..
εκείνη την  ξεπέρναγε..
ήταν ετούτος ο αποχωρισμός..
αλλόκοτα λυπητερός..βαρύς
δεν έμοιαζε ενός φευγιού..
σταμάτημα..
εγκλωβισμός στιγμής ψυχής..
στου χρόνου την κασέλα εσφραγίσθη..
στο βουλοκέρι με αίμα κόκκινο
στον κύκλο της ψυχής σε συναντάει..
η ριζωμένη..είσαι η μεγάλη της..τρανή
η διαμαντένια της αγάπη..

''ριζωμένες αγάπες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη.
............................................................................................................

18 Δεκεμβρίου 2018

''μακάριοι οι πτωχοί (ές) τω πνεύματι''..

artworks : Robin Isely
Μες στα παζάρια και στα ''βρώμικα'' τα καπηλειά..
εσκόρπαγαν τις μέρες τους..οι άνοες..
φαντασιόπληκτες κυράδες..και κυράτσες..
Σκιές..φαντάσματα στης ενδοχώρας τους
στα σκωροφαγωμένα τους εσώρουχα..
στάμπας παρωχημένης ιδεοληψίας κι εποχής..
''λικνίζονταν σαν ''πόρνες''..με βαμμένο κοκκινάδι..
και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους..

φαντάσματα μιας άλλης εποχής.. και θιασώτες της ανόητης της έκφρασης:
«αν δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει παντεσπάνι»
Αντουανέτες σε αυλή..παρατρεχάμενες..
είδωλα σκουριασμένα προσκυνώντας..
το γιαλαντζί για αυθεντικό..μάταια η προσπάθεια..
για αυθεντικό πουλούσαν..

 Έξω μελίσσι ο κόσμος να δημιουργεί..να μάχεται..
κι αυτούνες το χαβά της υστερίας..
Υστερικές..αργόσχολες ..απερισκεψίας το ανάγνωσμα..
ακατανόητος ο κόσμος στα φτωχά τους τα μυαλά..
κοιτάνε μες στη λίμνη τους..φορώντας παρωπίδες..
η πείνα έξω έστησε χορό..μα τούτες δω..
από χρόνια βολεμένες στο ελάχιστον..το επικερδές
τσανακογλύφτριες ανδρείκελων..
που φόραγαν κονκάρδα αρχηγού..
συνέχιζαν το έργο τους..ν' απομυζούνε κέρδος..
αγώνα το βαφτίσανε το θάψιμο..
επανάσταση την ύβρι..
Τούτες.. φτωχώ τω πνεύματι κυράδες
και κυράτσες μίας χρήσεως ..
εγλείφανε..κρατάγανε σφιχτά και το τσανάκι τους..
μην τύχει και το χάσουν..
οσφυοκάμπτες απ' της γέννας τους..
ταγμένες στη μιζέρια του μυαλού τους..
Οι άμοιρες..της κακομοίρας είχαν τη φτιαξιά..
γυαλιστερό φοράγαν πανωφόρι..
να ξεγελάσουνε..να κρύψουν στο ντουνιά..
εκείνα τα κουρέλια της ψυχής τους..
Μια λύπηση..μια λύπη έρχεται με κυβερνά..
σαν αναγνώσκω τα ληρήματα..της υστερίας τα λόγια..
Προτάσεις δεν υπάρχουνε στο σχέδιο..
μόν' συλλογή..σαν γραμματόσημα..
βρισιές..φτυσίματα και σάλια γεμισμένα..
που θρέφουνε καθημερνά..
το τέρας της ψυχής τους..
αν γελαστείς κι ερώτηση απευθύνεις  τες
τι ''έκανες στον πόλεμο Μαριώ μου''
έτοιμη έχουν την απάντηση μαθές..
κουμπάρα ήμουνα του Παπατρέχα εγώ..
της ξερολιάς το εγγόνι..
στη γειτονιά δε βγήκα ξέσκεπη..
ο ήλιος μη με κάψει.. 
Κι εσύ μου λες και μου μηνάς..
γιατί βουλιάζει η χώρα σου
σε σκοτεινά λαγούμια...
μα δεν το βλέπεις αδερφέ?
Μπροστά σου είναι οι σκαπανείς..
φτηνό το μεροκάματο της λάσπης τους..
δεν τους κοστίζει τίποτα
σκαλίζουνε..λασπίζουνε και θάβουνε
για μπιρ - παρά ανθρώπους..
Και τι θαρρείς πως είν' η χώρα σου..
εσύ..αυτές..οι άντρες ..τα παιδιά..
κι οι άνοες κυράτσες..
Εμμονικές..βουτούν..ξαναβουτούν στη λάσπη τους..
χρυσάφι το λογίζουν..
Το έργο για τα μένα γράφει ''προσεχώς''
και προσοχή πως μεγαλώνω..
Μένω ασάλευτη και τους κοιτώ..
ν' αντισταθώ με δύναμη..στις σκοτεινές καταπακτές..
που τόλμησαν..τολμούνε να με σπρώχνουν..

''μακάριοι οι πτωχοί (ές) τω πνεύματι''- Σοφίας Θεοδοσιάδη..

.............................................................................................................

Νύχτα Γεμάτη Όνειρα..Νύχτα Γεμάτη Μάγια... ( το αληθινό μου παραμύθι)





Γιατί ποιός μπόρεσε ποτέ..μεγάλος ή μικρός..χωρίς το παραμύθι του να ζήσει?
 

Αφήνω εγώ τα λόγια τα παχιά..σε νιους και σε κυράδες..που θάρρησαν τον κόσμο αυτό ..πως με μαστίγιο και κραυγές..θα τον ποδηγετήσουν..Με παραμύθι θα σας πω..τούτους τους χαραχτήρες..τους χαραχτήρες μας που χτίζουνε..τον κόσμο το μικρό το μέγα..

Παρέες - παρέες τα παιδιά..μες στην πλατεία του  χωριού μου του μικρού ,έτσι εξεκινούσαν  τα κάλαντα να πουν..αποβραδίς μαθές τα λέγαμε εκείνη τη βραδιά τη ''μαγική''..παραμονή σαν έρχονταν Των Χριστουγέννων....
Έτσι λίγο πριν γεννηθεί ο Χριστός...
   Όλη η αγωνία μας εφάνταζε μεγάλη..για την παιδική μας την ψυχή..ποιός τα περισσότερα τα φρούτα θα μαζέψει.....Αγωνία λοιπόν για τα κάλαντα , τα φρούτα , τις δραχμές....Πόρτα σε πόρτα κι απόψε, με τα τριγωνάκια μας ( τα αυτοσχέδια) θα γεμίζαμε το πάνινό μας σακουλάκι...φτιαγμένο με περισσή αγάπη, από τα χέρια της γιαγιάς.... Άλλιώτικα  χρόνια αυτά...φρούτα μας δίναν οι νοικοκυράδες του χωριού στα κάλαντα...άντε και καμμιά δραχμούλα .. κι αυτό ...οι συγγενείς μας μόνο.Αγωνία μεγάλη στην καρδιά μας ...στην ψυχή  ... και στο μυαλό ...για τα κάλαντα... τα φρούτα ...και για τις δραχμές...Χριστούγεννα χιονιάς κι αγιάζι .. πάντα πάνε μαζί....στα βόρεια του παγωμένου μου του τόπου ...
Στη Θράκη ...στο μικρό μου το  χωριό  .... φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές..που τα σκοτάδια του φωτίζαν στιγμιαία...Να σου τρυπάει το κόκκαλο το χιονόνερο και να σε περονιάζει...Μα σαν παιδί θα ονομασθείς...από βοριά και Καλλικαντζαράκια δεν νογάς...έτσι μας φοβερίζαν...τη νύχτα μόνοι μας έξω να μην περπατούμε...

Κινήσαμε λοιπόν εκείνη τη βραδιά ,όπως και κάθε χρόνο...κι εμείς ....σαν όλα τα παιδιά  ...πόρτα την πόρτα...χαρά να δώσουμε ...μα και να πάρουμε συνάμα....Και τότε ξαφνικά..  αλλάξανε τόσων  χρόνων συνήθειες...Κι ενώ γυρνάγαμε στα σπίτια μας και ο καθένας μας και η καθεμιά ....τοποθετούσε την '''πραμάτεια ''' της επάνω στο τραπέζι...σε ίσα μέρη για να μοιραστούν οι '''κόποι'''της βραδιάς.....
πετάγεται η Ροδένια μας κι όλο ενθουσιασμό ...την ιδέα της μας '''πέταξε''..στην άκρη εκείνη του χωριού...που ποτέ μας  άλλοτε..δεν φτάναμε... ετούτη την Άγια τη  βραδιά...
να πάμε και τα κάλαντα να πούμε...
  Στο σπίτι της '''γριάς της μάγισσας'''μονάχη καθώς ζούσε...κανείς δεν την λογάριαζε...και δαίμονες μας λέγανε πως κρύβει....(.ήταν και η ταλαιπώρια της...αυτή ..τα δόντια που της λείπαν.....γρια να μοιάζει ...κι ας μην ήταν)...έτσι εθέλησε η μικρή εκεί και να βρεθούμε...

Όλοι εσυμφωνήσανε και νάμαστε στην πόρτα της μπροστά...χωρίς το φόβο..που οι μεγάλοι μας φυτεύαν στο μυαλό...γλυκά τα κάλαντα να τραγουδάμε...Πάντα οι μεγάλοι βρίσκονται μπροστά...όταν τις παιδικές μας τις ψυχές καθοδηγούνε...και όχι πάντα και σωστά....Μα τώρα δεν ήτανε αυτοί μπροστά κι έτσι μονάχοι αποφασίσαμε....εκεί για να τα πούμε.. Και νάσου βγαίνει η γρια...στα σκαλοπάτια....τα χορταριασμένα και μ' ένα γέλιο όμορφο...ψωμάκι μας μοιράζει...ένα ψωμάκι νόστιμο γεμάτο σταφιδούλες...
   Κοπιάστε κόρες μου μας λέει και μη με φοβηθείτε...
Για το γιορτινό τραπέζι τόφτιαξα...τα στόματα των δικών μου των  παιδιών ,να γλυκάνω  και να θρέψω....βραδιά γλυκειά που είναι σήμερα ...καθώς ο Χριστός γεννιέται....
Θάρρος μας ήρθε ολότελα και ξαφνικά...τις μάγισσες, για μια στιγμή πάψαμε  πια να τις φοβόμαστε....Περνάμε μες στο φτωχικό...κι όλες μαζί αφήνουμε όλη την πραμάτεια από τα κάλαντα...επάνω στο τραπέζι..Δραχμές πολλές και ξυλοκέρατα ...φουντούκια ...μανταρίνια ...πορτοκάλια μα και μήλα...εγέμισε το ξύλινο τραπέζι.....
Αστράψαν από τη χαρά , τα μάτια των παιδιών της...
Μοσχοβολιές εγέμισε το φτωχικό το σπίτι....

.Μα χαραχτήρες διάφορους... είν' η ζωή γεμάτη...
Μόνη από όλα τα παιδιά η Μαύρα ...κατσουφιασμένη πια και δύστροπη ...με άγριο βλέμμα μας κοιτούσε...Δεν συμφωνούσε με αυτό...κι ολο για το συμφέρον μας μιλούσε...
Μετρούσε και ξαναμετρούσε τις δραχμές και να τις αποχωριστεί δεν ετολμούσε...Εντράπηκε και έκανε ό,τι εκάμανε οι πιο μεγάλοι της παρέας...

   Μαλάκωσε η γρια με όλα αυτά...και έναν - ένα μας φιλεί και μας καληνυχτίζει...Το βράδυ εκείνο στο κρεβάτι μου εγώ...μια χαρά και μια ανακούφιση ένιωθα ...πως μου εγέμιζαν το στήθος....


Περίμενα πως και πως να ονειρευτώ...το αστέρι αυτό της Βηθλεέμ...
Παιδιά κι εμείς που '''ψάχναμε'''το αστέρι Αυτό ... τη '''Γέννηση '''απ' το δικό μας δρόμο....
   Μπορεί να μην είχαμε φανταχτερά και βελουδένια τα φουστάνια.....μα η μάνα δεν μας άφηνε ποτέ.....χωρίς τα παλτουδάκια απ' τα χεράκια της ραμμένα ...στ' αγιάζι  και στο χιονιά να εκτεθούμε...Πλυμένα καθαρά και καλοφροντισμένα...κι ας λείπανε τα πολυκαταστήματα ,εκείνον τον καιρό... ετρέχαμε τα κάλαντα να πούμε...Φωτάκια δεν ανάβαμε πολλά ...γιατί κι αυτά λιγοστά και δυσεύρετα μας  ήταν...Αυτοσχέδια ήταν και τα ''τρίγωνα'' απ' τους παπούδες, που από νωρίς..μ' ολη την τέχνη τους και περισσή  αγάπη ...που το χέρι τους αυτό καθοδηγούσε...φτιαγμένα με έννοια μεράκι και στοργή...ήχους γλυκείς μα και παράξενους συχνά εγεμίζαν...την ησυχία του χωριού...και τα γαβγίσματα των σκύλων  ...που άλλες βραδιές αλύχταγαν...τώρα τα σταματούσαν....

Μες στην καρδιά μας την αγνή την παιδική...χιλιάδες τώρα δα λαμπιόνια ανάψαν...αφού σ' αυτήν τη δύστυχη την '''Ευταλού'''την μάγισσα...( και που δεν ήταν)...εδώσαμε τέτοια χαρά...
Έτσι τους λέγαν στο χωριό...σαν βλέπαν ...τους φτωχούς...και  τους ταλαίπωρους  και παραπεταμένους...

Κι έτσι εγεννήθη ο Χριστός...τον χρόνο αυτό στο σπιτικό μου...και μες στην παιδική μου την ψυχή..το φως αυτό απ' τ' αστέρι  της Βηθλέεμ....κουρνιάζει εκεί σε μια γωνιά.....όταν ξεχνώ να με φωτίζει....Πάντα μπροστά μου έρχονται και κάθονται...Παραμονή των Χριστουγέννων σαν βραδιάζει...τα μάτια αυτά τα λαμπερά... τα μάτια των παιδιών της '''Μάγισσας''' της Ευταλούς.. ..που μπόρεσαν να ονειρευτούν...μαζί με μας κι αυτά...έστω για μια στιγμή μονάχα...κι αγάπη εκατάλαβαν επιτέλους τι σημαίνει......
Πάντα εκείνη τη βραδιά...εσιγοτραγουδούσα...γιατί τα λόγια αυτά τα καταλάβαινα και πολύ με συγκινούσαν...παιδάκι τότε αθώο κι απονήρευτο...να ονειρευτώ για τη δικαιοσύνη προσπαθούσα.....

   Θα σιγοτραγουδήσω κι ας μεγάλωσα πολύ και απονήρευτη... ας έπαψα να είμαι...Μα κάπου εκείνο το '''κρυμμένο '''το παιδί...τις λίγες τις στιγμές ξυπνάει μέσα μου...με σπρώχνει ...το τραγούδι αυτό..  να αρχινήσω... Είναι που γαληνεύει την ψυχή.....την μέρα αυτή.. της προσμονής μιας '''Γέννησης'''...και ελπίδα με γεμίζει ...πως ίσως κάτι να συμβεί ...κι ο κόσμος να  αλλάξει :

Χριστούγεννα χαρά μου παιδική
μυρτιές και κάλαντα γεμάτη
και στο μικρό  καλύβι του φτωχού
και στο ψηλό τρανό παλάτι..

 Το Χριστουγεννιάτικο -Αληθινό μου Παραμύθι..
( Kείμενο -Αφήγηση- Σοφία Θεοδοσιάδη )
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

17 Δεκεμβρίου 2018

Η μπογάτσα - Άγγελος Βλάχος.

Η μπογάτσα


Ανατολικός μύθος

Είναι χειμώνος εσπέρα.

Πυκναί και αδιάκοποι καταπίπτουσι της χιόνος αι νιφάδες, σαρωνόμεναι υπό του βορρά διά των οδών της πόλεως, εις τας οποίας μόλις πού και πού προκύπτει βραδύνας διαβάτης, σπεύδων εις τον οίκον του, όπου προσδοκά να εύρει θάλπος παρά την φλέγουσαν εστίαν και άρτον επί της τραπέζης. Συσπειρούμενοι υπό τους επενδύτας των και κύπτοντες την κεφαλήν υπό την δριμείαν πνοήν του νυκτερινού ανέμου, παρέρχονται ταχείς οι παροδίται,* προσέχοντες μόνον μη ολισθήσωσιν επί της χιόνος, ουδ' έχοντες καιρόν ή διάθεσιν να σταματήσωσι δεξιά ή αριστερά προ των ανοικτών έναντι οψοπωλείων, όπου μεγαλοφωνούσιν οι μεταπράται, καλούντες εις μάτην τους παρερχομένους αδιαφόρως πελάτας, κωφούς υπό του ψύχους και του κενού στομάχου.

Αλλ' αν το ψύχος και η ασφαλής προσδοκία του αναμένοντος δείπνου κωφαίνει, η πείνα όμως εξεγείρει το ους, και η απελπισία του κενού στομάχου κεντρίζει την προσοχήν και νικά τον βορράν.

Πολλοί παρήλθον αδιάφοροι προ του ανοικτού εκείνου φούρνου την προθήκην του οποίου κοσμούσι θερμοί έτι και ευωδιάζοντες άρτοι, και κουλούραι ξανθαί, και πλακούντια προκλητικά, εν μέσω δε πάντων και προ πάντων ταψίον μπογάτσας, αχνιζούσης έτι από του πυρός και μυροβολούσης από του βουτύρου. Το ταψίον είναι μέγα και η μπογάτσα παχεία και ζακχαρόπαστος. Αναπτύσσει εκεί προς τους παρερχομένους πειναλέους διαβάτας τα θερμά αυτής κάλλη, και η κνίσσα της η ακαταμάχητος, υπερβαίνουσα της προθήκης το ανοικτόν παράθυρον, εισβάλλει θριαμβικώς εις την οδόν και σαγηνεύει τον δυστυχή εκείνον και ρακένδυτον αχθοφόρον, όστις μόλις κατορθώνει, υπό της πείνης και της εξαντλήσεως, να σύρη επί του παγοστρώτου πεζοδρομίου τους κατάκοπους αυτού πόδας. Πολλοί διήλθον και παρήλθαν αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη.

Ο κενός του στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ του ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας, ο στόμαχός του απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν.

Εστάθη και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας. Οι οφθαλμοί του διεστάλησαν και ηκτινοβόλησαν, ο στόμαχός του ησθάνθη ανεκλάλητον σπασμόν ηδονής, και τα χείλη του συνεδιπλώθησαν λείχοντα το εν το άλλο, εν ευφροσύνω παραισθησία. Τι ήτον εκείνο το οποίον έβλεπεν! Ουδέν είχε φάγει άλλο από πρωίας, ή μικρόν, μικροσκοπικόν τεμάχιον άρτου, αλιευθέν επιπόνως εκ των αποβλήτων περιτριμμάτων προστύχου μαγειρείου. Μάτην ώρας πολλάς συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχος του και διεστέλλοντο εξ επιθυμίας οι οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς. Και τώρα, εν μέσω της ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος,.... εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο της ευώδους κνίσσης!

Έμεινεν εκεί βωβός, ακίνητος, απολιθωμένος υπό του θάμβους και της επιθυμίας, συνθλίβων διά των χειρών τους σπασμούς του κενού του στομάχου, και ανεκλάλητον ομιλών ερωτικήν γλώσσαν προς το λιπαρόν και κολοσσιαίον εκείνο ταψίον. Εφαντάζετο ήδη εαυτόν καθισμένον προ του θερμού και μοσχοβολούντος πλακούντος, και την πίτταν αυτήν κτήμα του, ιδιοκτησίαν του, υποκειμένην άνευ όρων και περιορισμών εις την θέλησιν των οδόντων και την βουλιμίαν της κενής του κοιλίας. Εφαντάζετο την μαλακήν εκείνην και γλυκείαν ζύμην κοπτομένην και αναρπαζομένην, όχι διά μαχαιριού και περόνης, αλλά διά των δακτύλων του αυτών και των μακρών του ονύχων. Εφαντάζετο την εύχυλον εκείνην και λιπαράν μάζαν αναλυομένην διά των οδόντων του, και οι σιελοποιοί του αδένες ωγκούντο και εξεχείλιζον επί το ατημέλητον και λευκόν εκ της χιόνος γένειόν του.

Αλλά τι το όφελος! Αυτός έβλεπε και έβλεπε, και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε διαμαρτυρόμενος. Ας φύγωμεν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη ο πεινών εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και μάτην βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.

Αίφνης παρέρχεται προ αυτού η νυκτερινή περίπολος της αστυνομίας, και ο οδηγός αυτής ίσταται προ του παραδόξου και δραματικού θεάματος.
Τον ετρόμαξεν ίσως η εις πραξικόπημα ήδη κορυφουμένη απόγνωσις του λιμώττοντος παρίου, η από των οφθαλμών του αστράπτουσα, ή τον εκίνησεν εις οίκτον το εις καμπύλην εκ της πείνης κυρτούμενον σώμα του.
- Τι κοιτάζεις, μωρέ, αυτού;
- Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!
- Σ' αρέσει το λοιπόν η φρέσκια μπογάτσα;
Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμον. Και το βλέμμα του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία.
- Κόψ' του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός τον οπτανέα. Δος του να φάη του κακομοίρη!
-Αμ' ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα κομμάτι;
- Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;
- Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και υλάκτει, ως λέει ο Όμηρος, ο στόμαχος του εξ αγαλλιάσεως.
- Κι αν δεν τη φας;
- Αν δεν τη φάω... φτύσε με, αφέντη μου.
Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος.

Τις να περιγραφή την γιγάντιον εκείνην μονομαχίαν της κολοσσιαίας μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;
Ενέπηξε τους όνυχας του εις το ταψίον ο βουλιμιών αχθοφόρος, ως αν επρόκειτο να απόσπαση τα εντόσθια θανασίμου εχθρού του, και η πρώτη του δραξ κατεβροχθίσθη ως αν ήτο καταπότιον.
Την πρώτην παρηκολούθησεν άλλη, και ταύτην άλλη και αι βουκιαί διεδέχοντο αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής δυναμομηχανής, και ο ακένωτος στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση καν να τας ίδη ο κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας.

- Μωρέ, στάσου, και θα πνιγής! Ετόλμησεν άπαξ να είπη ο πτωχός αστυνόμος, βλέπων ότι το αστείον του πείραμα εκινδύνευε να γίνη σοβαρά του βαλαντίου του τραγωδία.

Αλλά πού να πνιγή ο λύκος! Εκείνος δεν έτρωγε· κατέπινε. Και κατέπινεν αδηφάγος, ταχύς, οιονεί διωκόμενος, και κατεβρόχθιζε πασαλείφων και μύστακα και γένειον, και έλειχεν εν τω μεταξύ τα χείλη και τους δακτυλίους, πότε της μιας και πότε της άλλης των χειρών, και το ταψίον απεγυμνούτο βαθμηδόν, και το ήμισυ της μπογάτσας είχεν ήδη μεταβή εις τους μακαρίτας... ότε η καταβρόχθισις εφάνη πως ανακοπείσα. Οι δάκτυλοι του ορνέου εφάνησαν βραδύνοντες, το γένειον του αχθοφόρου έμενε λιπαρόν και ασπόγγιστον, η κατάποσις ήρχισεν αραιού μένη, και η μάχη... διά μιας εσταμάτησεν. Επροσπάθησεν ο δυστυχής να καταπίη ένα έτι βλωμόν, έφερε την χείρα προς το ταψίον... αλλ' η χείρ του κατέπεσεν αδρανής και το αλαμπές του βλέμμα υψώθη προς τον γενναίον χορηγόν.

- Φτύσε με, αφέντη μου! κατώρθωσε μόλις να ψελλίση. Δεν μπορώ πια!

Και σταυρώσας τας χείρας επί του πληρωθέντος στομάχου του ανέμεινε χριστιανικώς ο αχθοφόρος το πτύσμα του αφελούς χορηγού, προς ον ητένιζεν εναγώνιον βλέμμα ο ανήσυχος οπτανεύς.


Επιμύθιον
Ελπίζομεν ότι η ευφυΐα των ημετέρων αναγνωστών δεν θα ζητήση παρ' ημών, αλλά θα αναπλήρωση μόνη της το ελλείπον επιμύθιον. Και θα το κατορθώση ευκόλως, υποθέτομεν, αρκεί μόνον να ενθυμηθή μερικά προγράμματα υποψηφίων βουληφόρων και μερικάς επαγγελίας δημοσίων αρχόντων.

 Άγγελος Βλάχος  - συγγραφέας
 ..........................................................................................................
 Ο Άγγελος Βλάχος σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Γερμανία. Χρημάτισε διευθυντής του Βασιλικού θεάτρου, πρεσβευτής, βουλευτής και υπουργός. Έχει πλούσιο μεταφραστικό και συγγραφικό έργο. Έγραψε ποίηση, πεζά, θέατρο, μελέτες, κριτική. Το 1864 η μετάφρασή του του Λαμαρτίνου ενθουσίασε τους ποιητικούς κύκλους της Αθήνας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε συνεργάτης πολλών αθηναϊκών εφημερίδων.

πηγή: Νεοελληνική λογοτεχνία..
...........................................................................................................
 παροδίται: οι διαβάτες, οι οδοιπόροι.
πλακούντια: είδος γλυκίσματος από ζύμη.
παρίας: άτομο που θεωρείται κοινωνικά ή πολιτικά κατώτερο.
βουκιαί: μπουκιές.
βλωμός: τροφή μασημένη στο στόμα.

..................................................................................................................................................................

16 Δεκεμβρίου 2018

***γλάστρες***

Εμείς που απ' τα μικράτα μας εμάθαμε..
στης μάνας μας να τρέχουμε ..
στα ασπρισμένα ηλιοσκαλιά της..
ν' ανηφορίζουμε καθημερνά..στ' ανάμεσα
στων γερανιών τις γλάστρες της..
στη μυρουδιά της αρμπαρόριζας
στης βαμβακούλας της τα χρώματα.
και στα βαρύοσμα πελαργόνια...
καιρό τώρα λαχτάρησα επάνω στο πλατύσκαλο..
ανάμεσα απ' τις γλάστρες της τις πήλινες..
στα κόκκινα γεράνια της..
κουβέντα πιάναμε τα πρωινά..
ανάμεσα..σιμά τους να βρισκόμουν....
πέρασε χρόνος και δε γύρισα..
μα ο νόστος με γυρίζει..
άραγε να εσκούριασε κι εκείνο το κλειδί..
κρυμμένο στο γεράνι?
Τώρα στης πόλης τα στενά..
σφυρίζοντας γυρίζω αφουγκραζόμενη..
γυρίζω μανισμένη...
πραματευτάδες διαλαλούν στις γειτονιές..
και μπιρ - παρά πουλάνε όσο όσο και μισοτιμής
τσίγκινες ''γλάστρες''..κούφιος θόρυβος..
δεξιά κι αριστερά..πουλάνε στα ''γλαστράκια''
Δεν την αντέχω τη την ύλη γιαλαντζί..
τις πήλινες..τις χωματένιες γλάστρες μου..
ψάχνω ρωγμές να ανασύρω απαρχής..
ελέρωσα τα χέρια μου..βουτήχτηκα στη λάσπη..
απ' τα ποτάμια της σιμά..μάζεψα τον πηλό..
Θλίβομαι τώρα απ' τα μπαλκόνια σαν περνώ..
και ''γλάστρες'' αντικρύζω μπακιρένιες..
βρε.. τις κρατούνε σώνει και καλά..
στα μάτια με το ζόρι τις προβάλλουν..
στολίδια έχουνε φανταχτερά..
είν' μπαλκονάτες ..δεν τους επιτρέπεται..
γυαλάδες να μη φέρουν...
με θράσος ξεπουλούν απ' το πρωί..
για μια δεκάρα την οκά..
το κάλλος των ματιών μου..
μου λένε οι φίλοι μου οι καρδιακοί..
''γλάστρες'' είναι από ευτελή υλικά..
κατάρκαδα ποτέ να μην τις παίρνεις..
μπακίρια..τενεκέδες ..τσίγκινα..
μοστράρουν σε μπαλκόνια που ναι αδιάβατα
λες κι είν' στης Χαλιμάς τα παραμύθια... 
''γλάστρες'' αυτοπωλούνται δεξιά κι αριστερά..
σε όλα τα σοκάκια..σ' ανούσιες κατευθύνσεις..
γι αυτό μικρή μου αναλογίσου πια σοφά..
άλλο μια γλάστρα να στολίζεσαι
στης μάνας το παλιό και όμορφο περβάζι..
κι άλλο μια ''γλάστρα'' να αυτοκαμαρώνεσαι
σε μπαλκονάκι ανήλιαγο του λιγοστού σου νου
να 'ρχονται να σε κουτσουλάν..
πολιτικά αηδόνια !!!

*** γλάστρες*** - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
............................................................................................................

14 Δεκεμβρίου 2018

''σαν έρχονται Χριστούγεννα''......


Κι αναζητώ τις αφορμές αποβραδίς..στων αστεριών  τη νύχτα..το βράδυ που χτυπούν τα σήμαντρα..της γέννησης..μηνάν τον ερχομό..κι αναζητώ
το αστεράκι εκείνο το ξεχωριστό...
να κόψω απ' το στερέωμα..
στην αγκαλιά σου αν δυνηθώ..να το μεταφυτέψω..
Θα περπατώ να φτάσω ν'αναρριχηθώ..στους ουράνιους θόλους της ψυχής σου..απόψε που θα γεννηθείς απ' την αρχή..μες στις φτωχές μας τις καρδιές..σαν έννοια..σαν αιώνια ευσπλαχνία..
Παιδιάστικο..ουτοπικό..το όνειρο..ατέρμονη η διαδρομή της αναζήτησης στα χρόνια μου..της παιδικής μου..της αγέραντης ψυχής..αρνείται την πικρία της αλήθειας...Είναι που οι γέννες φέρνουνε τα μόρια της ζωής τα ζωντανά..απ' το στερέωμα του ουρανού..στης Γης τα φτωχικά και πλούσια τα κωνάκια..
Δεν κάνει διακρίσεις η χαρά ..
τη μυρουδιά του βρέφους της του Θεϊκού..απλόχερα απόψε τη μοιράζει..αρωματίζει τις καρδιές..ραντίζει τις ψυχές των πεινασμένων..φυτεύει ελπίδες στο χιονιά.. γεμίζει φως των αστεριών..στα παγωμένα χέρια..
Τι κι αν το ξέρεις..το υποψιάζεσαι..θα ξημερώσει γρήγορα η μαγική  νυχτιά..στων ομματιών σου θα σβηστεί..
εσύ επιμένεις..την καλείς..ζητάς την αγκαλιά της ουτοπίας...
θα βγεις θα ψάξεις ζεστασιά..στα παγωμένα αλώνια..
τι κι αν κρατήσει μόνο μια βραδιά..
σάμπως το όνειρο στιγμές δε ζωντανεύει?

''σαν έρχονται Χριστούγεννα'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
...................................................................................................................................................

12 Δεκεμβρίου 2018

''Φεύγει ο Δεκέμβρης..αγκαλιά με το παλιό''....

Δεκέμβρης κάθε που με συναντώ..
αγαπησιάρικα τις μνήμες μου αγκαλιάζω..
μοιραίοι..αναπάντεχοι θαρρείς οι απολογισμοί
παράτολμα σε στράτες με ονείρατα με στρέφουν..
Παράξενος ο μήνας τούτος μας ο ύστερος..
δεν μέτρησα..δεν σκιάχτηκα..αν τα 'φτασα..
μα τόλμησα..τα πότισα..τα έχω ζωντανά..
τα ονείρατα που γλίστρησαν σε θάλασσες..
φουρτουνιασμένους κάβους..
Απολογισμοί και αποχαιρετισμοί ενός 
που πάλιωσε στα γρήγορα..
χρόνου που εγκλωβίσαμε..
προσδοκιών που χάθηκαν 
φιλοδοξίες που δεν πιάστηκαν..
φιλίες που προδόθηκαν.. 
φιλίες που είναι εκεί ομπρέλλα λες..
όταν επάνω ψιχαλίζει..
αγάπες που δεν καταχτήθηκαν..
και μείνανε μετέωρες στο χέρσο
 και άγονο χωράφι της ψυχής μας.... 
 Λέξεις που δεν ειπώθηκαν.. 
σε ένα αντίο που έμεινε μετέωρο
έτσι μου μοιάζει η ζωή..που σύντομα κυλάει..
Είναι δειλό να παρατάς τη μάχη από την αρχή..
μοιάζει με υποχώρηση δειλού..
που μάχες δεν κερδίζει..
Τι κι αν οι ψυχές αστόχησαν..
Ψυχές που δεν εσυναντήθηκαν..δεν γιάτρεψαν..
και έμειναν ''ανάπηρες'' στο χρόνο..
είναι κι εκείνες οι μοναδικές..
στα μονοπάτια μας που μένουν..
Φόβοι που τρύπωσαν απρόσμενα..
που έγιναν στοιχείο της ζωής μας.
λέξεις καινούριες που εφευρέθηκαν..
''παράπλευρες απώλειες'' τις είπαν..
μιας συσσωρευμένης συμπεριφοράς
εκδίκησης και αβυσσαλέου πάθους εξουσίας  .. 
Παιδιά ανυποψίαστα..θύτες και θύματα μαζί
και αθώα θύματα..χρίστηκαν ήρωες
και επαναστάτες και πολεμιστές..
εις το βωμό του πετρελαίου..
και των συμφερόντων ''προδομένοι''..
Στόχοι που χάθηκαν από τον πανικό..το ξάφνιασμα..
Φεύγει ο Δεκέμβρης..αγκαλιά με το παλιό..
κι εγώ με τον κονδυλοφόρο μου..
μέρες γλυκές..μα και πικρές..
σκορπώ στου τετραδίου τις αράδες μου
μη και της λησμοσύνης χαριστώ..
καθώς για άλλον οσονούπω θα μιλάμε..

''Φεύγει ο Δεκέμβρης..αγκαλιά με το παλιό'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..

11 Δεκεμβρίου 2018

''Κι αν στη ζωή αρνιόμασταν την προσμονή''...


Κι αν στη ζωή αρνιόμασταν την προσμονή
αν στη ζωή δε ζούσαμε το παραμύθι στιγμιαία
 αλήθεια τι θα άξιζε η ίδια η ζωή..  
ποιά θα 'ταν τάχα η ομορφιά της..?  
στο τέλεμα του χρόνου που περνά..
για ένα μωρό..μια ελπίδα ..
 
του ανθρώπου η απέλπιδα κραυγή.. πιασμένη..
κρατημένη από μιας γέννας.. 
τον ομφάλιο το λώρο της ζωής..  
της προσδοκίας το μωρό...  
το βρέφος το ''θεόσταλτο'''
θα γεννηθεί απρόσμενα αν το θες..  
στα ''σπάργανα'' θα μένει τυλιγμένο..
 να σου χαμογελά..εσαεί σαν το καλείς..

το κλάμα να απαλύνει της ψυχής σου..
Σάμπως σου φαίνεται πως είναι αργά
γι αγάπη μες στη νύχτα να μιλάμε?
Ή μήπως τα 'χατες μπορέσαμε..
εσώσαμε και τούτη τη φορά 
την άδολη ευσπλαχνία?
Άραγε οι μελωδίες οι Χριστουγεννιάτικες..
πεντάγραμμο στους τοίχους θα γεννήσουν?
Κλειστοί μου λες οι τοίχοι των σπιτιών..
με στεγανά βαμμένοι..
μα ανοιχτές  οι πόρτες της καρδιάς..
στ' αψηλά τ'αρχοντικά..και στα φτωχά κωνάκια..
Θα ακουστούνε οι τυμπανιστές..ελπίζω το..
δε χάθηκε θαρρώ η ανθρωπιά...
τους δρόμους με τις νότες θα γεμίσουν.. 
θα ψάλλουνε ξανά το Ωσαννά..
ψυχές μεγαλυνθείτε..
θα παιανίσει η μπάντα ..θα περνά..
θα κατορθώσει πες μου να χαρείς.. 
ο ήχος να διαπερνά..δίπλα εις του ξυπόλητου..
το χιόνι για να λιώσει?
Σου βάζω ερωτήματα αποβραδίς..
Χριστού τη γέννα που προσμένεις άνθρωπε..
μην ξεχαστείς ..στο παραθύρι να σταθείς..
το βλέμμα ν' αγκαλιάσει τη συμπόνοια.. 
μη βγεις με σημαιάκια γιορτινά..
τα δαχτυλίδια σου και τα στολίδια μη φοράς..
στα δάχτυλα μονάχα να φαντάζουν..
ρουμπίνια μόνο να φορέσεις στα κρυφά..
στο μέρος της καρδιάς..για να στολίζουν..
αθόρυβα..μονάχος σου..σκύψε..και κοίταξε βαθιά..
τον άνθρωπο..χωρίς τα τύμπανα να το διαλαλούν..
μονάχα γίνε  ο κρυφός τυμπανιστής..
γίνε το πανωφόρι με τις νότες σου..
ντύσε τη γύμνια της ψυχής τους..των παιδιών... 
μοιράσου..ζύμωσε..αγκάλιασε
εσύ το Πνεύμα γίνου αν το μπορείς..
των Χριστουγέννων που μοιράζεσαι..
με χαρωπούς κι απελπισμένους..
επέμενε..επέμενε..στης προσμονής τη στράτα...

''Κι αν στη ζωή αρνιόμασταν την προσμονή - Σοφίας Θεοδοσιάδη
..............................................................................................................

10 Δεκεμβρίου 2018

'' ξεμάκραινες στων αστεριών ''..

Ψάχνω να βρω  την αφορμή..
''σιμά'' σου να επιστρέφω..
να 'ρθω στο σπίτι το παλιό..
πα στο πλατύσκαλο της πόρτας σου..
στης ανθισμένης μας λευκής μοσκιάς..
ν' αναρριχήσω τα όνειρα..σαν και παλιά..
να αναρριχηθώ..
μα οϊμέ..στο καντηλέρι στέκομαι γονυπετής..
το μνήμα σου ασπάζομαι..
να προσκυνήσω μέσα μου το αιώνιο..
το άδηλο να νικήσει το φθαρτό..
μα εσύ εσιώπησες καιρό..
δε μου μιλάς..δεν τραγουδάς..
ανάσα δε μου κρένει..
έπαψε πια το βλέμμα σου..στο μάταιο να θωρεί..
Ρε μάνα..
δεν τον άντεχες μου έλεγες τον αποχωρισμό..
δε μου 'μαθες κι εμέ ..πως να τον υπομένω..
κράτησα τη φωνή σου τη γλυκειά..
ξόρκι να μοιάζει στο κακό..
το όνειρο να αρδεύει....
τα πουπουλένια χέρια σου..το πάπλωμα..
στα ροζιασμένα δάχτυλα..τυλίγαν την ψυχή μου...
Πόσα κομμάτια μου άφησα..
σε δρόμους που περπάτησα
στις γειτονιές που εσεργιανίσαμε..
ψάχνω μα δε θωρώ σε..
Βγαίνω τα βράδια και μιλώ στον ουρανό..
αστέρι ψάχνω για να βρω..
στο φως σου για να μοιάζει... 
μα εσύ ξεμάκραινες στων αστεριών..
ΕΦΥΓΕς!!!
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος!!!
κι εγώ εκεί..εις τον γενέθλιο της ρίζας μου..
τον σταχυασμένο τόπο μου..ζυμάρι θα γυρεύω... 

η κόρη σου..η Σοφία σου ...
.............................................................................................................

7 Δεκεμβρίου 2018

''θα ζωγραφίζω ωκεανούς''...


art : Duy Huynh

Πες μου στ' αλήθεια..

ανήσυχο..κατάματα  σαν σε κοιτά..
του έρωτα αν σου γνέφει το φεγγάρι..
αντέχεις τη την άρνηση στο σάλπισμα..
αντέχεις το σκοτάδι?
Θα ζωγραφίζω ωκεανούς..
θάλασσες θα χαράζω..
να μοιάζουνε στα κύματα..
που κουβαλεί η καρδιά μου..
ταξιδεμένα ήσαν τα όνειρα..
σε χάρτινες βαρκούλες  εμουσκεύαν.
κι εκεί στις φουσκοθαλασσιές..
θεριό του αγεριού ο βρυχηθμός..
κόντρα.. το χρώμα στον καιρό..
χαρταετός να γίνεται η ψυχή.. 
η λύσσα..η μανία της ζωής..
να μην την επροφταίνει..
Εστάθη αντίκρυ μου..εκεί ψηλά..
εκάρφωσε το βλέμμα στα βαθιά μου
μου 'στειλε ''μάγια'' με τα ξωτικά..
της άρπας σου  οι νότες..με επήραν
γλυκά εθρόϊσαν οι παλιές σου μουσικές..
κουρνιάσαν στις κουκουναριές..
κρυφτήκαν στo απάγκιο της καρδιάς μου
του κήπου μου τα αηδόνια εξυπνήσανε με μιας..
τα Φθινοπωρινά..τα κίτρινα και τα γυμνά..
τα Χειμώνιάτικα που εμοιάζανε..
 στα φύλλα της ψυχής μου !!!

 ''θα ζωγραφίζω ωκεανούς'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη
..................................................................................................................................................

6 Δεκεμβρίου 2018

αιδώς ''αχρείοι''..κατά παράφρασιν.......

Στα σκαλοπάτια σας αρνούμαι να συρθώ..
στα βρώμικά σας χράμια να ξαπλώσω.. 
στην πίτα της απελπισίας που τρατάρετε..
αρνούμαι γευσιγνώστης να γενώ..
 Όχι δεν θέλω τα σκοτάδια σας..την πλάτη σας γυρίζω..
Δεν είναι αυτή η Ελλάδα που με γέννησε και αγάπησα..
ζητάω πίσω να μου δώσετε..καθώς σε απέλπιδα προσπάθεια
βαλθήκατε να εγκλωβίσετε..την ελευθερία του μυαλού μου..
Θέλω να είμαι άφοβη..σαν την αμυγδαλιά του κήπου μου.. 
που Άνοιξη καταμεσίς της Χειμωνιάς..
προκαλώντας με τα λούλουδα..επιμένει για να πάρει..
Σ' ένα πλατύσκαλο πεθύμησα..στο ξέγναντο..
καφέ βαρύ μα και γλυκό..να πιω..να ζεσταθώ..
να 'ρχονται οι φίλοι μου οι παιδικοί
και να με συναντούνε.. 
χωρίς τα ρούχα τα λερά..
που φόρεσε ο χρόνος στο γιακά τους..
επάνω τους να λάμπουνε πουκάμισα λευκά..
πλυμένοι..μοσχομυριστοί..
με πράσινο σαπούνι της γιαγιάς τους..
δε θέλω μες στο βλέμμα σαν τους συναντώ..
Ομήρου φράσεις..Ιλιάδας να ενθυμούμαι..
τι κι αν ο Αίαντας εφώνησε παλιά : 
Αιδώς Αργείοι ..ήμαρτον..
συνέλθετε..αισχυνθείτε!!
στα χείλη μου ανεβαίνει και
σκοντάφτει η φράση η βαριά
αιδώς ''Αχρείοι'' πατριώτες μου..εξουσιαστές..
αιδώς αχρείοι φίλοι μου..που τους ακολουθείτε..
εμένα..εσένα..την πατρίδα..λυπηθείτε μας..
ναι..μη μου καρφώνετε τα τόξα σας..
τα βλέμματα μαζέψτε..
για έναν πατριώτη ψάχνω αληθινό..
τον κόσμο το δικό μου να πονάει..
έναν καφέ αχνιστό..φρεσκοψημένο..
μοσχομυριστό..
να βγει πα στο πλατύσκαλο..
να ρθεί..να τον τρατάρει..
να φύγει ο φόβος να κρυφτεί..
να πάψει στα λιβάδια..στους αγρούς να τριγυρνάει..
πίσω απ' τις φυλωσσιές τους..
όπως σαν τότες που επαίζαμε κρυφτό..
πίσω στις πικροδάφνες..
Όχι..δε σας ζητώ πολλά..
της εξουσίας μας της κάθε μιας..
''αχρείοι'' ονειροκλέφτες..
να φέρτε πίσω εδώ σιμά..
τα χρυσοποίκιλτα κλεμμένα τα κοσμήματα..
τα χαραγμένα με μονόγραμμα 
λευκόχρυσου του χαμογέλιου μας
την ''τιάρα'' μας του ασφαλούς..
του τόπου που εφυτρώσαμε..
με άνθια στολισμένη απ' τα λιγοστά..
τα τολμηρά..εναπομείναντα..
κυκλάμινα..και γιάνκεες μοναδικές..
που ξεπηδούνε αναπάντεχα..
στου βράχου τις σχισμάδες..

αιδώς ''αχρείοι''..κατά παράφρασιν - Σοφίας Θεοδοσιάδη. 
............................................................................................................
 

4 Δεκεμβρίου 2018

''αλλού τα κακαρίσματα..κι αλλού γεννάν οι κότες''......

Στις γειτονιές περιδιαβαίνοντας κυρ- Νικολή..
ες τες μεγάλες κοτετσιών της Αποικίας..
τρανό κοτέτσι αντίκρυσα στης Άγνωσης μεριά..
με τρέλλαναν από νωρίς..πρωί - πρωί..
κότες και πετεινάρια..
στο νου μου ήλθε άθελα και στάθηκε θαρρείς..
μια παροιμία του λαού..που λεν' πως είν' σοφή..
''αλλού τα κακαρίσματα..κι αλλού γεννάν οι κότες''..
Εγέννησαν που λες.. κλωσσόπουλα σωρό..
κλώσσες και κόκοροι και πετεινοί..
εσκίσαν με λειρίσματα..με κακαρίσματα  σωρό
εκείνα τα καλάμια τους..έξω απ' το τσαρδί τους..
ήτανε και μια κότα στρομπουλή..
καθότανε και λιάζονταν..στην ''κακαροπανήγυρι''
σε κείνο το μεγάλο το παζάρι...
ποτέ της δεν αγόραζε..σάμαλι και ''μαλλί γριας''
έτρωγε τα σποράκια της σε μια γωνιά..
κανείς δεν τη λογάριαζε..θαρρούσαν..
αχ! τι θαρρούσαν να 'ξερες..οι άμοιρες οι κότες..
Θαρρούσανε κυρ- Νικολή..πως ήτανε χαζούλα..
στον κόκκορα καθώς αρνιότανε ..αυτή να του ''καθίσει''.. 
Στέρφα θα μείνεις ..άτεκνη..της λέγανε 
οι παρδαλές οι κότες..
κι εκείνη εκακάριζε δειλά..είχε θαρρείς μια λύπηση..
μια θλίψη στα φτερά της..
εγνώριζε από καιρό..πως ο ''άρχοντας'' του κοτετσιού..
το κουφιοκέφαλο ωσάν παγώνι αφεντικό της..
ενός κοκκόρου είχε γνώση μοναχά..καμμιά δεν αγαπούσε..
εσκέφτηκα και προς στιγμήν το έρεβος..
στις γέννες που εγένναε..το ανόητο κοκκόρι..
δάκρυα θαρρώ αντίκρυσα στα μάτια τα υγρά..
της στρομπουλής της κότας..
έψαχνε..χρόνια έψαχνε..να βρει ένα πετεινάρι..
μαζί να τρώνε σπόρους στην αυλή..
να πάψει πια να γεύεται..των αυλοκόλακων κακαριστών..
και το δικό του αποφάϊ..........

''αλλού τα κακαρίσματα..κι αλλού γεννάν οι κότες'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη..
.............................................................................................................

3 Δεκεμβρίου 2018

Η ΛΙΜΝΗ - Αλφόνς ντε Λαμαρτίν

Πάντα λοιπόν θα τρέχωμε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζώμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτ’ εν’ απάνεμο μες στην ανεμοζάλη,
ουτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!

Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δεν έκλεισ ένας χρόνος 
πόπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελλή, 
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος 
στην πέτρα εδ’ οπού πάντοτε μας έβλεπες μαζί.

Καθώς και τώρα εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κ’ εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά, 
ανήσυχη επαράδερνες στην άκρη θυμωμένη 
κ’ εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.

Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κ’ εκείνη 
ελάμνανε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου τα νερά, 
τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη, 
στον ύπνο σου, δεν άκουες παρά τα δυό κουπιά.

Με μιας τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο 
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά.
Έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο, 
και τέτοια λόγια ακούστηκαν, θυμάμαι, αρμονικά;

«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου, 
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή, 
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου, 
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.

Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια, 
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά, 
χρόνε μου, πέτα κι’ άφησε στου έρωτα τα βρόχια 
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.

Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει… 
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή… 
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει, 
τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή…

Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν’ όνειρα και πλάνη, 
ζωή μας είν’ η αγάπη μας, και μοναχή χαρά, 
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι, 
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.

Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται, 
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς, 
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται 
κ’ οι μαύρες, κ’ οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;

Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει, 
απ’ την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί, 
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει, 
δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.

Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα, δε θ’ απομείνη τρίμμα, 
δεν θα ν’ αφήσω τίποτε σ’ αυτήν τη μαύρη γη! 
Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα 
να μη σωθή ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;..»

Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις σπηλιές και δάση, 
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ•
Εσείς, όπου δε σκιάζεσθέ κανείς να σας χαλάση, 
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω κι’ εγώ.

Κι’ όταν σε δέρνη ο σίφουνας, κι όταν βαθειά κοιμάσαι, 
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονής, 
εσ’ είδες την αγάπη μας, και μόνη εσύ θυμάσαι 
πως άναφταν τα στήθη μας και θα μας συμπονής.

Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου, 
τ’ αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ’ αγέρι, η καταχνιά σου, 
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,

Τ’ άστρο το ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει 
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκεία, 
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη, 
όλα να λένε: «Αγάπησαν τα μαύρα φλογερά!»

Μετάφραση : Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.. 
Πηγή: Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία..
...........................................................................................................
Ένα από τα αριστουργήματα του Γαλλικού ρομαντισμού..
που διαπραγματεύεται με εμβάθυνση και φιλοσοφικό τρόπο
 το παροδικόν της επίγειας ευτυχίας..το ποίημα τούτο.
 η «Λίμνη» είναι ένα από τα κεντρικά ποιήματα της συλλογής  
Ποιητικοί στοχασμοί
 (Méditations poétiques, 1820)...
άνθιση και φθορά..απογοήτευση και ελπίδα..
 η φίλη σας Σοφία..
.............................................................................................................

2 Δεκεμβρίου 2018

Καλώς τον ''καλαντάρη'' μας το μήνα το Δεκέμβρη...



φωτο : από το διαδίκτυο

Καθώς ο μήνας έφτασε..του χρόνου ο τελευταίος..

στην απεραντοσύνη του ορίζοντα..στο γκρίζο του βουνού..
σκέψεις γλυκές με συναντούν..περιδιαβαίνοντας..
καθώς το χιόνι εβάλθηκε να διαπερνά..
βαθύτερα απ' το σώμα μου..να φτάσει στην ψυχή μου..
λευκή να μου φορέσει τη ''στολή'' ..
της πεμπτουσίας μου την εξομολόγηση..να φτάσω..ν' ασπαστώ..
στολίσαμε τα δέντρα μας..του δάσους τα κομμένα..
φορέσαμε και φορεσιά στο νου και στην ψυχή μας..
κρεμάσαμε μπαλίτσες πλουμιστές..βάλαμε και φωτάκια..
για να φωτίσουνε τα εντός..μήπως και φωτιστούμε..
είν' παλαιόθεν η φωλιά μας σκοτεινή..
από της Γένεσης τους χρόνους..
χωρίς λαμπιόνια επιθυμητά..χωρίς της προσμονής το αστεράκι..
εκεί ψηλά θα το εστήσουμε..επιθυμία διακαής ..
από ψηλά να μας κοιτά..το δρόμο μη και χάσουμε..
στης ευσπλαχνίας τα μέρη...
Να ξαναγίνουμε παιδιά..τα κάλαντα να πούμε..
είν' καλαντάρης ο Δεκέμβρης μας..τούτος ο τελευταίος..
να κοκκινίσει η μύτη μας..
στη χόβολη να πιούμε τον καφέ μας..
όσοι πιστοί προσκυνητές της αναζήτησης..
του κάλλους και της ομορφιάς..
του γαληνέματος ψυχής..προσέλθετε..πιστοί μου θιασώτες..
βουτήξτε μες στην κολυμβήθρα του λευκού..
ν' αγγίξουν οι νιφάδες του χιονιού..ελπίδα μας μοναδική..
το άσπρο..το κομμάτι το μικρό..
εκείνο της ψυχής μας..

 <<Καλώς τον ''καλαντάρη'' μας το μήνα το Δεκέμβρη>>

Η φίλη σας Σοφία  Θεοδοσιάδη.
..............................................................................................................