17 Ιουνίου 2016

Παλιά καλοκαιριάτικα μεσημέρια...

Τότε ήταν αλλιώς.Ο χρόνος κυλούσε με μιαν εξαίσια βραδύτητα ( μονότονη,είναι αλήθεια ,και βαρετή -έτσι το νιώθαμε κείνα τα χρόνια )πάντως εξαίσια στην αναπόλησή της.Άδειος από θορύβους ο χώρος κι ο αέρας.Κάθε φωνή,κάθε ήχος είχαν την ιδιαιτερότητά τους,το χαραχτήρα τους με άπειρες προεκτάσεις, όχι μόνον μουσικές αλλά και εικαστικές.Το χτύπημα του τροχού ενός κάρου στο καλντερίμι,το χλιμίντρισμα του αλόγου,πέντε νότες πέφτοντας απ' το παράθυρο στα πανέρια του ιχθυοπώλη, απογευματάκι,καθώς ένα κορίτσι παίζει αδέξια στο πιάνο μια μαθητική σονατίνα,το κακάρισμα μιας κότας στην αυλή,ένα βότσαλο που πέφτει στη θάλασσα, το άναμμα ενός σπίρτου στη μέσα σκάλα ,το πέσιμο ενός φίλου στον ώμο σου,το δυνατό χτύπημα με τα φτερά των περιστεριών,η φωνάρα του ντελάλη ((φτάνει το βαπόρι)),η εσπερινή καμπανοκρουσία μπαίνοντας μ' ευλάβεια στα μικρομάγαζα της αγοράς ,όπου κρέμονται τα πλατιά φύλλα του μπακαλιάρου,το ντιντίρισμα των ποτηριών στην κουζίνα για την ετοιμασία του δείπνου,

 __ μνήμες και μνήμες ,να λες και να μη σώνουνται, γιατί τότε ο κάθε ήχος συνεχιζόταν κάπου αλλού,πιο βαθιά και πιο ψηλά,στα πρόθυρα ενός  μυστηρίου, κι όλα δείχναν απλά,αραιά κι ευανάγνωστα μα πιο μυστηριώδη _ φθόγγοι και εικόνες και άστρα και νερά,χαώδη πηγάδια ,λυχνίες τριφύλλια κι ένα μανταλάκι μονάχο γαντζωμένο στο σκοινί της πλύσης, έρημο και πολυπληθές, δοξάρι παιδικού βιολιού κι αμίλητο πουλί κι ευεργεσία.

Κι εκείνες οι διψασμένες αισθήσεις ,προπάντων οι προαισθήσεις για κάτι που ήδη γίνεται, για κάτι που εσύ γίνεσαι με μια στυφή μυρωδιά από άγουρο σύκο μόλις κομμένο απ' τη συκιά του πάνω κήπου.Κι άλλες ανατριχίλες σ' όλο το κορμί πάνω στο δέρμα και
 κάτω απ' το δέρμα που δεν ήξερες από που ξεκινάνε και τι γυρεύουν,ναι, σ' όλο το κορμί, όπως σε κείνη την εικόνα του σχολείου, ένας άντρας γδαρμένος,ζωσμένος από πάνου ως κάτου ,ζουνάρια ,ζουνάρια,μυώνες ,τένοντες,αρτηρίες κόκκινες ,κι άλλα ζουνάρια _ ούτε θυμάμαι τ' όνομά τους_ να τυλίγουν τη μούρη ,το λαιμό,τα στήθια ,τα μπράτσα, την κοιλιά ,τα σκέλια,το φαλλό, τους όρχεις ( έτσι τα λέγαν, κι εμείς γελάγαμε που οι δασκάλοι ήταν βλάκες του καλού καιρού και δεν ξέρανε τις σωστές λέξεις)..

Γιάννης Ρίτσος - Ίσως νάναι κι έτσι - απόσπασμα.

( Επιμέλεια κειμένου - Σοφία Θεοδοσιάδη )  
.............................................................................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου